στήθους

στήθους
στή̱θους , στῆθος
breast
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • биѥниѥ — БИѤНИ|Ѥ (11), ˫А с. Действие по гл. бити. 1.В 1 знач.: въ ругателную порфиру ѡблеченъ [Христос иудеями] и вѣнчеваѥмъ. поношенноѥ колѣнокланѩниѥ. и долу главноѥ бьѥниѥ. смѣшныи вопль. прорци намъ кто ѥсть оударѩ˫аи тѩ. (πυγμήν) ФСт XIV, 52а. 2. Во …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • пазоуха — ПАЗОУХ|А (36), Ы с. 1.Грудь: и бѧхѹ погрѹжены. ови до по˫аса. ови до пазѹхѹ. ови до ши˫а. (ἕως στήϑους) СбТр XII/XIII, 31; а ст҃мѹ провѹ рожны пазѹхы и лѧдви˫а пожгоша. ПрЛ 1282, 50б; бьѥнъ. же бы(с) архипъ. и посыпанъ по пазусѣ пѣскомъ. ПрЮр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подъ — ПОД|Ъ1 (1*), ОУ с. Зд. Нижняя часть, подошва горы: симъ же бѧше. полкомъ нѣлзѣ битисѧ. с ними тѣсноты ради. зане бѧхѹ болота пришли. но ѡли на подъ горы. ЛИ ок. 1425, 116 об. (1144). ПОДЪ 2 (940) предл. I. С вин. пад. 1.Употребляется при указании …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • αθασόφυλλο — το ρόφημα από βρασμένα φύλλα αμυγδαλιάς ή από αμύγδαλα και λιναρόσπορο χρησιμοποιείται στην Κύπρο ως μαλακτικό τού στήθους για κρυολογήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθάσι + φύλλο] …   Dictionary of Greek

  • ακροστήθιον — ἀκροστήθιον, το (Α) το κατώτατο σημείο, η άκρη τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + στηθίον, υποκορ. < στῆθος] …   Dictionary of Greek

  • απέξω — κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ. 1. έξω από 2. από το έξω μέρος νεοελλ. 1. από το εξωτερικό 2. από μνήμης, από στήθους μσν. προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ έξω, απ όξω (< φρ. απ έξω με προληπτική αφομοίωση του ε )] …   Dictionary of Greek

  • απήχημα — το (Α ἀπήχημα) η αντήχηση αρχ. 1. η από στήθους απαγγελία 2. έκφραση, εκδήλωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”